συγκαιρινός

συγκαιρινός
-ή, -ό
σύγχρονος: Ξεπέρασε όλους τους συγκαιρινούς του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκαιρινός — και συγκαιριανός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική περίοδο ή είναι περίπου τής ίδιας ηλικίας, σύγχρονος 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει την ίδια εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκαιρος + κατάλ. ινός* / ιανός (πρβλ. αλλοτ ινός, καλοκαιρ… …   Dictionary of Greek

  • συγκαιριανός — ή, ό, Ν βλ. συγκαιρινός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”